ξεφτισμένος

ξεφτισμένος
η , ο
1) облезлый; с вылезшей шерстью;

ξεφτισμένοςο χιτώνιο — облезлая куртка;

2) обтрёпанный (об одежде);
3) перен. избитый, приевшийся; 4) перен. пришедший в упадок; померкший; увядший; отцветший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεφτισμένος" в других словарях:

  • πολύτιλτος — ον, Α φθαρμένος, ξεφτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τιλτός (< τίλλω «μαδώ»)] …   Dictionary of Greek

  • τιλτός — ή, ό / τιλτός, ή, όν, ΝΑ [τίλλω] 1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.) 2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος β) κουρελιασμένος νεοελλ. λαναρισμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν α) μοτός, ξαντό β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι …   Dictionary of Greek

  • ξεφτάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ξέφτισα, ξεφτισμένος βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: ξεφτάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε άω και σε ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόρ. σε ίσα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφτίζω — ξεφτίζω, ξέφτισα, ξεφτισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. ξεφτάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφτίζω — ξέφτισα, ξεφτίστηκα, ξεφτισμένος 1. μτβ., ξηλώνω τις άκρες υφάσματος: Ξέφτισα το εργόχειρο, στις άκρες, για να σχηματιστούν κρόσσια. 2. αμτβ., φθείρομαι, ξεϋφαίνομαι: Ξέφτισαν τα χαλιά μας από την πολλή χρήση. 3. μτφ., παρακμάζω, χρεοκοπώ ηθικά:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»