πολύτιλτος — ον, Α φθαρμένος, ξεφτισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τιλτός (< τίλλω «μαδώ»)] … Dictionary of Greek
τιλτός — ή, ό / τιλτός, ή, όν, ΝΑ [τίλλω] 1. μαδημένος («τιλτὰ λάχανα», πάπ.) 2. (για ύφασμα) α) ξεφτισμένος β) κουρελιασμένος νεοελλ. λαναρισμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo τιλτόν α) μοτός, ξαντό β) (ενν. τάριχος) απολεπισμένο παστό ψάρι … Dictionary of Greek
ξεφτάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), ξέφτισα, ξεφτισμένος βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: ξεφτάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε άω και σε ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόρ. σε ίσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφτίζω — ξεφτίζω, ξέφτισα, ξεφτισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. ξεφτάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεφτίζω — ξέφτισα, ξεφτίστηκα, ξεφτισμένος 1. μτβ., ξηλώνω τις άκρες υφάσματος: Ξέφτισα το εργόχειρο, στις άκρες, για να σχηματιστούν κρόσσια. 2. αμτβ., φθείρομαι, ξεϋφαίνομαι: Ξέφτισαν τα χαλιά μας από την πολλή χρήση. 3. μτφ., παρακμάζω, χρεοκοπώ ηθικά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)